-
1 выглядеть
выглядеть φαίνομαι, έχω όψη· вы хорошо \выглядетьите έχετε καλή όψη* * *φαίνομαι, έχω όψηвы хорошо́ вы́глядите — έχετε καλή όψη
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Επιδαύρου — Το μικρό αλλά πλούσιο σε ευρήματα Μουσείο της Επιδαύρου βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Ασκληπιείου. Είναι ένα μακρόστενο κτίριο που δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο με τις λιτές γραμμές και τα διακριτικά χρώματά του.… … Dictionary of Greek